***

Ανάμνησιν γάρ αύτο ένταυθα βούλεται έκείνου τού κάλλους. Το δέ ή φρόνησις ούχ όραται, ήτινι αίσθήσει και οψει ούχ όραται ή φρόνησις, | έπειδή άσωμάτων έστιν ή φρόνησις και έν άσωμάτῷ ούσίd τής ψυχής όραται. Τί ούν; οι φιλόσοφοι ού περι έκεινα μαλλον έπτόηνται, λέγω δή φρόνησιν, δικαιοσύνην και τά ομοια; άλλά λέγομεν οτι νυν ού περι τών φιλοσόφων τών ήδη άναχθέντων άπο τών ειδών έπι τά νοητά λέγει, άλλά περι του έρωτικου του διά του κάλλους έπ» έκεινα· έστι δέ το έρωτικον πλάτος πολύ.

ιζ. Νῦν δὲ κάλλος μονον 250d

Поскольку она (красота) аналогична свету (ведь свет солнца служит связующим элементом видимого: ведь зрение объединяется с видимым, а из них свет становится связью), то и красота служит связующей и объединяющей силой для восхождения души к умопостигаемому. Таким образом, красота выполняет эту роль: будоражит нас и продвигает душу к умопостигаемому.

***

Επειδή άναλογει τῷ φωτί (το γάρ άπο του ήλίου φώς συνδετικόν έστιν όρατικου και όρατου· συζεύγνυται γάρ ορασις όρατῷ· και τούτων γίνεται το φώς δεσμός), τον αύτον τρόπον και το κάλλος συνδετικόν έστι και ένωτικον τής ψυχής προς άναγωγήν τών νοητών. Εσχεν ούν τοιαύτην μοιραν το κάλ λος, το διεγείρειν ήμας και κινειν τήν ψυχήν έπι τά νοητά.

τή. O μὲν οὐν μὴ νεοτελής 250e

Задача ученого – рассматривать как положительные, так и отрицательные стороны вещей, подобно тому, как врач наблюдает за здоровыми и больными. Поэтому он хочет рассмотреть последствия любви через сказанное, чтобы объяснить, как она приводит к распутству (ибо позже он обсудит достижения), как он заявляет: «Душа, которая не нова и не обуреваема многими желаниями, или которая, предавшись случайностям и забвению, увидев красоту, не почитает ее, но пытается приблизиться к ней, как четвероногое животное». В этом акте приближения он использовал то, что больше подходит неразумным животным. У того, кто испорчен, отсутствует память. Не резко отсюда [но], то есть от разумно-прекрасного, он направляется обратно к разумно-прекрасному. И справедливо он сказал об имени, так как хочет сначала применить имена к умопостигаемым вещам, и таким образом мудрые, постигнув формы, назовут здешние вещи по ним. Философ Аристотель сначала хочет применить имена к разумным вещам. Поэтому, говорит он, рассматривая разумную красоту, он не вспоминает о самой красоте, так что не почитает ее, когда видит: как благочестивый и умеренный человек почитает статуи богов как имеющие некоторое сходство с божественными, так и влюбленный видит здесь красоту как сходную с божественной и почитает ее как статую. Однако тот, кто предается удовольствиям, как зверь, как будто кого влечет удовольствие, не стремится соблюдать человеческий закон, а старается ходить, как зверь, и размножаться бездумно, то есть сеять в детей и производить без мысли, как тот, кто сеет в камни, и, связываясь с гордыней, не боится закона Адрастеи и не стыдится его.

***

Του έπιστήμονός έστι και τάς πτώσεις και τά έναντία τών πραγμάτων θεωρειν, ώς και ιατρού τά ύγιεινά και νοσώδη. Βούλεται ούν διά τών νυν λεγομένων τάς άποπτώσεις του έρωτος θεωρειν και είπειν πώς ύποφέρεται είς άκολασίαν (ύστερον γάρ λέγει και τά κατορθώματα), οτι φησίν· « ή ψυχή ή μή νεοτελής, ή μή πολυθεάμων, ή συντυχία και λήθη χρησαμένη, όρώσα το κάλλος ού σέβεται, άλλά δίκην τετράποδος ζφου βαίνειν είς αύτο έπιχειρει». Τῷ δέ βαίνε ιν έχρήσατο οπερ μαλλον τοις άλόγοις ζφοις αρμόζει. Διεφθαρμένος δέ ό μή έχων τήν μνήμην. Ούκ όξέως ένθένδε [δέ], τουτέστιν άπο τών αίσθητών καλών άναπέμπεται έπι το νοητον καλόν. Καλώς δέ έπωνυμίαν είπεν, έπειδή βούλεται πρώτως τά όνόματα κεισθαι τοις νοητοις, και τούς σοφούς κατανοήσαντας τοις ε’ίδεσιν ούτω τά ένταυθα έξ έκείνων έπονομάσαι. Ο δέ φιλόσοφος Αριστοτέλης τοις πράγμασι τοις αίσθητοις πρώτως βούλεται κεισθαι τά όνόματα. Θεώμενος ούν, φησί, το αίσθητον κάλλος ούκ άναμιμνησκεται άπ» αύτου εκείνου του κάλλους, ώστε ού σέβεται προσορών · ώσπερ γάρ τά άγάλματα τών θεών ό εύσεβής και σώφρων άνήρ προσκυνεί, ώς όμοιότητά τινα εχοντα προς τά θεία, ούτως και ό ερωτικός το ένταυθα κάλλος όρών ώς όμοιότητα εχον προς το θείον κάλλος, σέβεται ώς άγαλμα. Το δέ ήδονή παραδούς τετράποδος νόμφ οϊον άν τις ώς αιχμάλωτος ύπο | τής ήδονής βληθείς και συρόμενος ύπ» αύτής, ού νόμφ άνθρωπίνφ κοινωνείν επιχειρεί, άλλά τετράποδος δίκην βαίνειν επιχειρεί και παιδοσπορείν, τουτέστιν εϊς παίδας σπείρειν και άνόνητα ποιείν, ώσπερ και ό εϊς πέτρας σπείρων, και υβρει δέ προσομιλών ού δέδοικε τον τής Αδραστείας νόμον, ούδέ αίσχύνεται.