***

Περί τής άναγωγής τής ψυχής έστιν ό λόγος· καί έπειδή άναγομένη κατέχεται ένταυθα πρίν τέλεον άναχθή, βούλεται ώσπερ σύμμιξιν ήδονής καί λύπης είπέίν, καί φησιν οτι όταν μέν όρα προς το κάλλος του παιδός, τρέφεται καί άρδεται καί ήδεται τή μνήμη τών έκεί· ή γάρ άνάμνησις τών είδών καί τών νοητών άπο τών έντευθεν γίνεται· διο όρών το κάλλος καί τά μέρη τά έπιόντα άπο του καλου οϊον είδωλά τινα, τρέφεται καί γ έ γ η θ ε καί άνάγεται έπί το νοητόν· άπόντος δέ του καλου μέμυκε καί ού|κέτι άρδεται το πτερόν, άλλά αύαίνεται. Τουτο δέ είπε το «αύαίνεται» άπο μεταφοράς τών δένδρων.

Σύμφωνα δέ έστι τά λεγόμενα τοίς λεχθείσιν έν τῷ Συμποσίφ περί τής γενέσεως του Ερωτος, | ένθα έλεγεν έκ Πενίας καί Πόρου γεγεννήσθαι τον Ερωτα· έπειδή γάρ ούκ έστι τών εύπόρων θεών τών άεί ήνωμένων τοίς πρώτοις αίτίοις, ούτε μήν τής ύλης καί τής ένδείας άλλά τών μέσων, τήν μεσότητα βουλόμενος αύτου έκφήναι, έκ Πενίας καί Πόρου αύτον είπε· καί ένταυθα ούν μικτήν τινα αύτου τήν ένέργειαν παραδίδωσι τήν έξ ήδονής καί λύπης.

Μέρη δέ έπιόντα είπεν άντί του είδωλα, διά το μεριστον τών ένταυθα πραγμάτων καί ένυλον· ένταυθα δέ το κάλλος μεριστόν έστι, καί ούχ όλου του είδους ένταυθα λαμβάνομεν, άλλά ών δύναται ή φύσις μετασχείν· έκεί δέ το κάλλος ήνωμένον έστί καί άδιάφθορον. Ιμερος δέ καλείται, ότι έν τῷ Κρατύλφ φησίν ώς «ί μ ε ρ ο ς έρρέθη παρά το «ιέ μεν ο ς ρείν «»· έκεί γάρ φησι τήν τών ονομάτων ορθότητα κείσθαι έπάν συμφωνή τῷ πράγματι· ένταυθα δέ ί μ ε ρ ο ς είρηται παρά τ ή ν άπορροήν τήν άπο του κάλλους, άπο του είσρείν, όταν τά μέρη του κάλλους τά έ π ι ό ν τ α είσδεξάμενος δ ι ά τ ώ ν ο μ μ ά τ ω ν άρδηται καί θερμαίνηται καί αυξηται καί τρέφηται ή ψυχή.

Ορα δέ καί πόσαις μεταφοραις κέχρηται· καί νυν γάρ τη άπο τής άρδείας τών φυτών κέχρηται. Θέρμην δέ λέγει τήν ζωτικήν, ώς καί τά λόγιά φασι·

θέρμη ψυχουσα τά πάντα.

Το δέ λωφφ τε καί γέγηθεν όρώσα το κάλλος παρόν (εί μή ώς προς το φαινόμενον κάλλος έξηγήσαιτό τις) ε’ίποι αν οτι, όταν το άπο του νοητου κάλλους διαδυνη είς τήν ψυχήν, άπο του «είσρειν» κληθείη αν «ί μ ε ρ ο ς, καί έν οσφ έσμέν προς τοις νοητοις καί τή θεωρία έκείνη, χαίρομεν καί γέγηθεν ή ψυχή.

κζ. οταν δὲ χωρὶς γένηται 251d

Метафорически это означает, что когда растение не поливают, оно получает влагу от орошения, что свидетельствует о его увядании. Поэтому, когда душа больше не поддерживается этой красотой, а занимается порождением и отворачивается от умопостигаемого, она испытывает затруднения.

***

Μεταφορικώς πάντα λέγει καί ώς άπο τής άρδείας τον αύχμον λαμβάνει, οταν μή αρδηται το φυτον οτι αύαίνεται. Οταν ούν ή ψυχή μηκέτι αρδηται τούτῷ τῷ κάλλει, άλλά γένηται έν τή γενέσει καί άποστή τών νοητών, έμποδίζεται.

κζ. Hι τὸ πτερὸν ὁρμᾷ 251d

Когда крыло начинает расти. Ему мешают; то есть его восходящая сила затруднена и сдерживается его истоком. Отверстия выходов: ибо действительно, он использовался во многих метафорах; и это выражение, уподобляющее его источнику, уже было сказано.

***

Καθὸ ἄρξεται φύειν τὸ πτερον. Αὐαίνεται τουτέστιν: ἡ ἀναγωγὸς αὐτῆς δύναμις Eμποδίζεται καὶ κατέχεται τῇ γενέσει. Τὰ τῶν διεξοδων στοματα: τῷ ὄντι γὰρ πολλαῖς μεταφοραῖς κέχρηται: καὶ τοῦτο γὰρ τὸ ῥητὸν ὥσπερ πηγῇ ἀπεικάζων εἰπεν.

κη. H δ᾽ Eντὸς μετὰ τοῦ ἱμέρου 251d

И снова он говорил здесь о пульсации, возникающей при переносе горящих сущностей: как в случае с горящими сущностями жидкость стремится вырваться наружу, но ее сдерживает толща окружающего тела, так и душа здесь желает того, чем обладает, и испытывает любовь, но, будучи сдерживаемой порождением, справедливо страдает, поэтому некоторые описывают любовь как сладко-горькую, делая выводы из происходящего здесь с нами. Термин «помазать» используется вместо «ужалить и повалить»: как в случае с саранчой и мышцами пчел, так и здесь он говорит о «помазать», ибо он говорит полностью в метафоре.