).

Δύο γιαγιάδες συζητάνε για τους συζύγους τους καθώς πίνουν τσάι:

– Ελπίζω ο Θανάσης να σταματήσει να τρώει τα νύχια του, λέει η μία.

– Α, και ο Γιώργος έκανε το ίδιο, αλλά του το έκοψα το συνήθειο.

– Τι; Σοβαρά; Πώς;

– Του έκρυψα τα δόντια του.

* * *

Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα (после автомобильной аварии), ο ένας οδηγός βλέπει ότι τα ψεύτικα δόντια του σπάσανε (водитель видит, что его искусственные зубы потрескались; σπάζω – разбиваться, ломаться; трескаться).

«Ξέρεις πόσο καιρό θα πάρει να τα αντικαταστήσω (знаешь, сколько времени займет, чтобы их заменить; αντικατασταίνω); Μέχρι τότε θα μπορώ να τρώω μόνο σούπες (до тех пор я смогу есть только супы)! Και όλα αυτά επειδή εσύ δεν είδες το STOP (и все это потому, что ты не видел знака STOP)!» του φωνάζει του άλλου εκνευρισμένος (кричит другому, нервничая)…

«Κάτσε, περίμενε, μπορεί να έχω κάτι για σένα (слушай, погоди: «сядь, подожди», может, у меня есть что-то для тебя)» λέει ο άλλος οδηγός και ανοίγει το πορτμπαγκάζ (говорит другой водитель и открывает багажник). Από εκεί αρχίζει να βγάζει ένα σωρό χρυσά δόντια (оттуда начинает доставать кучу золотых зубов; ο σωρός) και να τα δίνει στον άλλο να τα δοκιμάζει (и дает их другому, чтобы тот их примерил). Τελικά ο τύπος βρήκε ακριβώς τα δόντια που του ταιριάζανε (наконец, человек нашел точно те зубы, которые ему подходят), και ανακουφίστηκε (и успокоился; ανακουφίζομαι).

«Ευτυχώς που είχες όλα αυτά τα δόντια μαζί σου (как хорошо, что у тебя были все эти зубы с собой). Τι είσαι; Οδοντοτεχνίτης ή οδοντίατρος (ты кто? зуботехник или стоматолог?);

«Ενεχυροδανειστής (хозяин ломбарда; το ενέχυρο – залог; δανείζω – давать в долг, давать взаймы).»

Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, ο ένας οδηγός βλέπει ότι τα ψεύτικα δόντια του σπάσανε.

«Ξέρεις πόσο καιρό θα πάρει να τα αντικαταστήσω; Μέχρι τότε θα μπορώ να τρώω μόνο σούπες! Και όλα αυτά επειδή εσύ δεν είδες το STOP!» του φωνάζει του άλλου εκνευρισμένος…

«Κάτσε, περίμενε, μπορεί να έχω κάτι για σένα» λέει ο άλλος οδηγός και ανοίγει το πορτμπαγκάζ. Από εκεί αρχίζει να βγάζει ένα σωρό χρυσά δόντια και να τα δίνει στον άλλο να τα δοκιμάζει. Τελικά ο τύπος βρήκε ακριβώς τα δόντια που του ταιριάζανε, και ανακουφίστηκε.

«Ευτυχώς που είχες όλα αυτά τα δόντια μαζί σου. Τι είσαι; Οδοντοτεχνίτης ή οδοντίατρος;

«Ενεχυροδανειστής.»

* * *

Οδοντίατρος (стоматолог): Δυστυχώς αυτό το δόντι έχει χαλάσει (к несчатью, этот зуб разрушился; χαλάω – портить(ся)). Φοβάμαι πως τελικά πρέπει να το βγάλουμε (боюсь, что в конце концов придется его удалить; βγάζω – вынимать; снимать /одежду/; удалять /зуб/). Εντάξει (ладно);

Конец ознакомительного фрагмента.

Купите полную версию книги и продолжайте чтение
Купить полную книгу